Κενωτικοί

Κενωτικοί
Οπαδοί λουθηρανικής αίρεσης του 17ου αι. Προήλθε από τη διαμάχη των θεολόγων του πανεπιστημίου Γκίσεν με τους ομολόγους τους του πανεπιστημίου Τίμπιγκεν. Οι τελευταίοι πίστευαν ότι ο Χριστός είχε κρύψει τις θεϊκές ιδιότητές του κατά την ενανθρώπιση (κρυπτικοί), ενώ οι θεολόγοι του Γκίσεν υποστήριζαν ότι τις είχε αποβάλει με τη θέλησή του (κενωτικοί).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κενωτικός — ή, ό (Α κενωτικός, ή, όν) [κενώ] αυτός που προκαλεί κενώσεις, ο καθαρτικός («κενωτικά φάρμακα) νεοελλ. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οι κενωτικοί λουθηρανική αίρεση τού 16ου αιώνα που δίδασκε ότι ο Ιησούς κατά τη διάρκεια τής ενανθρωπήσεώς του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”